- ξεκοκκινίζω
- 1. γίνομαι κατακόκκινος2. χάνω την κοκκινάδα που είχα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απερυθριώ — ἀπερυθριῶ ( άω) (Α) 1. δεν κοκκινίζω πλέον, αφήνω κατά μέρος τις ντροπές, παύω να ντρέπομαι 2. παύω να είμαι κόκκινος, ξεκοκκινίζω … Dictionary of Greek